ἄδυτος — not to be entered masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδυτος — η, ο 1. αυτός στον οποίο δεν μπορεί κανείς να διεισδύσει, ανεξερεύνητος: Χωρίς να το καταλάβουν βρίσκονταν μπροστά σε μια άδυτη σπηλιά. 2. το ουδ., άδυτο ως ουσ., το τμήμα του ναού στο οποίο μονάχα οι ιερείς μπορούν να μπουν, αλλιώς άβατο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδύτως — ἄδυτος not to be entered adverbial ἄδυτος not to be entered masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καλλίμαχος, Δημήτριος — (Άδυτος Μικράς Ασίας 1876 – Νέα Υόρκη 1963). Κληρικός και δημοσιογράφος. Σπούδασε θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Χειροτονήθηκε ιερέας και με την ιδιότητα αυτή υπηρέτησε ως γραμματέας στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας (1906 14). Ενδιάμεσα εκπόνησε… … Dictionary of Greek
ἀδύτους — ἄδυτος not to be entered masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄδυτε — ἄδυτος not to be entered masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄδυτοι — ἄδυτος not to be entered masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄδυτον — neut nom/voc/acc sg ἄδυτος not to be entered masc/fem acc sg ἄδυτος not to be entered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδυτο — Ονομασία κατά την αρχαιότητα των καθαγιασμένων τόπων όπου απαγορευόταν η είσοδος σε οποιονδήποτε εκτός από τους ιερείς και, σε μερικές περιπτώσεις και σε αυτούς ακόμα. Τo ά. μπορούσε να είναι ναός ή μέρος ναού (δωμάτιο πίσω από τον σηκό) ή… … Dictionary of Greek
ԱՆՄԱՏՈՅՑ — (տուցի, ցից.) NBH 1 0200 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 11c ա. Անմատչելի. անհպելի. անմերձենալի. ἁπρόσιτος, ἅδυτος inaccessus *Բնակեալ ʼի լոյս անմատոյց. ՟Ա. Տիմ. ՟Զ. 15: *Յանմատուցից մթից դժոխոց. Իմ. ՟Ժ՟Է. 13.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)