άδυτος

άδυτος
-η, -ο (Α ἄδυτος, -ον)
1. τόπος στον οποίο δεν μπορεί κανείς να διεισδύσει, απρόσιτος, ανεξερεύνητος, απροσπέλαστος, άπατος
2. το ουδ. ως ουσ. το άδυτο βλ. λ.
μσν.- νεοελλ.
(για τα ουράνια σώματα) αυτός που ποτέ δεν δύει (στα νεοελλ. και «αυτός που δεν έδυσε ακόμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + δύω.
ΠΑΡ. ἄδυτο(ν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἄδυτος — not to be entered masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άδυτος — η, ο 1. αυτός στον οποίο δεν μπορεί κανείς να διεισδύσει, ανεξερεύνητος: Χωρίς να το καταλάβουν βρίσκονταν μπροστά σε μια άδυτη σπηλιά. 2. το ουδ., άδυτο ως ουσ., το τμήμα του ναού στο οποίο μονάχα οι ιερείς μπορούν να μπουν, αλλιώς άβατο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδύτως — ἄδυτος not to be entered adverbial ἄδυτος not to be entered masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλλίμαχος, Δημήτριος — (Άδυτος Μικράς Ασίας 1876 – Νέα Υόρκη 1963). Κληρικός και δημοσιογράφος. Σπούδασε θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Χειροτονήθηκε ιερέας και με την ιδιότητα αυτή υπηρέτησε ως γραμματέας στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας (1906 14). Ενδιάμεσα εκπόνησε… …   Dictionary of Greek

  • ἀδύτους — ἄδυτος not to be entered masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄδυτε — ἄδυτος not to be entered masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄδυτοι — ἄδυτος not to be entered masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄδυτον — neut nom/voc/acc sg ἄδυτος not to be entered masc/fem acc sg ἄδυτος not to be entered neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άδυτο — Ονομασία κατά την αρχαιότητα των καθαγιασμένων τόπων όπου απαγορευόταν η είσοδος σε οποιονδήποτε εκτός από τους ιερείς και, σε μερικές περιπτώσεις και σε αυτούς ακόμα. Τo ά. μπορούσε να είναι ναός ή μέρος ναού (δωμάτιο πίσω από τον σηκό) ή… …   Dictionary of Greek

  • ԱՆՄԱՏՈՅՑ — (տուցի, ցից.) NBH 1 0200 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 11c ա. Անմատչելի. անհպելի. անմերձենալի. ἁπρόσιτος, ἅδυτος inaccessus *Բնակեալ ʼի լոյս անմատոյց. ՟Ա. Տիմ. ՟Զ. 15: *Յանմատուցից մթից դժոխոց. Իմ. ՟Ժ՟Է. 13.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”